Τα συστήματα παραγωγής που βασίζονται στην απευθείας βόσκηση της βοσκήσιμης ύλης των λιβαδιών και λειμώνων αντιπροσωπεύουν ένα αειφόρο σύστημα εκτροφής των αγροτικών ζώων σε όλο τον κόσμο με οφέλη για τα ίδια αλλά και το περιβάλλον. Για την αύξηση των αποδόσεων των ζώων που βόσκουν απευθείας τη βοσκήσιμη ύλη των λιβαδικών και κτηνοτροφικών φυτών σε φυσικά λιβάδια ή λειμώνες εισάγονται με σπορά ή φύτευση φυτά υψηλής θρεπτικής αξίας. Αυτές οι βελτιωτικές επεμβάσεις τις περισσότερες φορές γίνονται ανάλογα με τα διαθέσιμα φυτά στο εμπόριο ή με γνώμονα την άποψη που έχει ο κτηνοτρόφος για το τι είναι «καλό» για τα ζώα της μονάδας του. Η φυτική ποικιλότητα έχει αποδειχτεί ότι είναι ωφέλιμη τόσο για τη ζωική παραγωγή (διατροφή, υγεία και  καλή διαβίωση των ζώων) όσο και για την παροχή οικολογικών υπηρεσιών και τη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Ωστόσο, η βιοποικιλότητα των βοσκοτόπων ή των λειμώνων δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι αριθμών ανάμειξης και σποράς όσο το δυνατόν περισσότερων κτηνοτροφικών/ λιβαδικών φυτών.
Τα διάφορα είδη φυτών που παρέχουν βοσκήσιμη ύλη μαζί με τη χωροταξική τους διάταξη και τη χρήση τους στον χρόνο είναι βασικές μεταβλητές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον σχεδιασμό λειμώνων και των βελτιώσεων λιβαδιών υψηλής βιοποικιλότητας. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον βόσκησης, η ποικιλία φυτών και βιοχημικών συστατικών σε κατάλληλες δόσεις και αλληλουχίες κατανάλωσης από τα ζώα, μπορεί να οδηγήσουν σε οφέλη για το ζώο και το περιβάλλον του που είναι μεγαλύτερες από τη βόσκηση ενός μόνο φυτού (ακόμη και άριστης θρεπτικής αξίας) και τις επιπτώσεις μεμονωμένων βιοχημικών συστατικών.
Σχεδιασμός και εγκατάσταση ποικιλόμορφων λειμώνων στο πλαίσιο του έργου «ΒιοΠρόβατο»
Το ΒιοΠρόβατο είναι ένα έργο στο πλαίσιο του Υπομέτρου 16.1 – 16.2 του ΠΑΑ 2014-2020, στο οποίο εξετάζουμε τη σημασία της φυτικής και φυτοχημικής ποικιλότητας στη διατροφική συμπεριφορά βόσκησης των προβάτων ενώ διερευνά μερικές νέες ιδέες σχετικά με τον σχεδιασμό και τη διαχείριση βόσκησης και βοσκοτόπων με βάση τη βιοχημική πολυπλοκότητα των νομευτικών πόρων. Η προσπάθεια αυτή θα απαιτήσει κατανόηση των αλληλεπιδράσεων των διαφόρων φυτών που συνθέτουν τη βλάστηση ενός λιβαδιού ή λειμώνα (μορφολογία, οικοφυσιολογία και βιοχημεία φυτών) και της συμπεριφοράς βόσκησης και τελικά ενσωμάτωση αυτής της γνώσης στη διαχείριση της βόσκησης και των βοσκοτόπων. Με άλλα λόγια, η πρόκληση που έχουμε στο ΒιοΠρόβατο αλλά και στα σύγχρονα συστήματα ζωικής παραγωγής είναι: η επιλογή του «σωστού» συνδυασμού φυτικών ειδών, της χωρικής συγκέντρωσης, κατανομής και διαχείρισης των νομευτικών πόρων έτσι ώστε να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και η σταθερότητα μιας φυτοκοινότητας, καθώς και οι οικοσυστημικές υπηρεσίες που παρέχονται από τη βόσκηση.
Το πρώτο βήμα περιλαμβάνει την επιλογή των ειδών και του αριθμού των φυτών που ικανοποιούν συγκεκριμένους στόχους του συστήματος παραγωγής/ βόσκησης (π.χ. παραγωγή βοσκήσιμης ύλης, βιοποικιλότητα, ζωική παραγωγή). Στη συνέχεια, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη: (1) εάν τα φυτά είναι κατάλληλα για συγκεκριμένες οικολογικές συνθήκες, (2) εάν τα φυτά πρέπει να σπαρθούν/ φυτευτούν σε μείγματα ή σε ξεχωριστά τεμάχια το καθένα από αυτά (π.χ. χωρική διάταξη, αρχιτεκτονική του τοπίου ή κατά χώρο διαφοροποίηση βιοχημικών φυτικών συστατικών) και (3) θα πρέπει να αναπτυχθεί ένα προσαρμοστικό σχέδιο διαχείρισης της βόσκησης.
Μετά την εγκαθίδρυση του λειμώνα θα δημιουργηθεί μια φυτοκοινότητα που τα φυτά που την συνθέτουν θα διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τα κύρια (πρωτεΐνη, υδατάνθρακες, ανόργανα συστατικά) και τα  δευτερογενή χημικά (π.χ. ταννίνες, αλκαλοειδή, κτλ.) συστατικά. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον βόσκησης υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφόρων θρεπτικών συστατικών, των διαφόρων δευτερογενών συστατικών και μεταξύ των θρεπτικών και δευτερογενών συστατικών που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να ολοκληρωθεί το «παζλ» της επιλογής των φυτών προς βόσκηση όχι μόνο σε χωρική αλλά και σε χρονική κλίμακα, λαμβάνοντας υπόψη πιθανές συνέργειες και συμπληρωματικότητες.
  •  Στο «ΒιοΠρόβατο» δίνεται έμφαση όχι μόνο στην παραγωγή και την ποιότητα της βοσκήσιμης ύλης, αλλά και στην παρουσία δευτερογενών χημικών συστατικών και θρεπτικών ουσιών που συμπληρώνουν αποτελεσματικά έναν κύκλο βόσκησης από εναλλαγές  βοσκήσιμων υλών διαφορετικών γεύσεων σε μικρές χρονικές κλίμακες (μερικών ωρών).
  • Η αλληλουχία της κατανάλωσης βοσκήσιμης ύλης κατά τη βόσκηση επηρεάζει την κατανάλωση βοσκήσιμης ύλης και την προτίμηση αυτής από τα πρόβατα, τα οποία τελικά έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν τη δίαιτα που ταιριάζει στις φυσιολογικές τους λειτουργίες.
  • Η πρόκληση για τους διαχειριστές βόσκησης είναι να διασφαλίσουν ότι τέτοιες στρατηγικές βοσκές θα είναι διαθέσιμες στα ζώα σε βέλτιστες χρονικές και χωρικές κλίμακες και ακολουθίες για την επίτευξη αυτών των πολλαπλών οφελών, διατηρώντας παράλληλα την κερδοφορία της κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης, την αειφορία των εκτάσεων που παράγουν βοσκήσιμη ύλη και τελικά την υγεία των τοπίων που όλοι κατοικούμε.

Επικοινωνήστε